- Φέρης
- Φέρης son of Kretheus, and uncle of Jason. ἐγγὺς μὲν Φέρης κράναν Ὑπερῇδα λιπών, ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν (sc. ἤλυθον) P. 4.125
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Φέρης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερῇς — Φεραί fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρῃς — φέρω fero pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρηις — φέρῃς , φέρω fero pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φέρησι — Φέρης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φέρητα — Φέρης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φέρητε — Φέρης masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φέρητι — Φέρης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φέρητος — Φέρης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυφερής — εὐθυφερής, ές (Α) αυτός που κινείται ευθύγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φερής (< φέρω), πρβλ. ανω φερής, κατω φερής] … Dictionary of Greek
ευφερής — εὐφερής, ές (Μ) αυτός που κινείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φερής (< φέρω), πρβλ. ανω φερής, παρεμ φερής] … Dictionary of Greek